Σημείωση: το κείμενο είναι μετάφραση αυτού εδώ . Ευχαριστώ πολύ τον φίλο Θ.Χ. για τη μετάφραση.
Αυτή η ανάρτηση δεν χρειάζεται εισαγωγή, παρά μόνο για να πω ότι είναι η πρώτη από μια σειρά πάνω στο θέμα, στην οποία ελπίζω να δείξω πώς πέντε βασικά στοιχεία της ρητορικής του “ΟΧΙ”, τόσο μέσα όσο και έξω από την Ελλάδα, έχουν τεράστια και παραπλανητικά ελαττώματα.
Μύθος Νο.1: Οι εταίροι αρνούνται στην Ελλάδα ελάφρυνση του χρέους
Όπως ξέρουμε από το 2012, μας έχει προσφερθεί ελάφρυνση του χρέους και η προσφορά ισχύει ακόμη. Αυτό που δεν είναι μας προσφέρει κανείς είναι η εκ των προτέρων και χωρίς όρους διαγραφή του χρέους. Μια αναδιάρθρωση του χρέους που μειώνει εξόφθαλμα το ονομαστικό ποσό του χρέους μας θα είναι πολιτικά δύσκολη, αλλά υπάρχουν επιλογές για τη μείωση της πραγματικής του αξίας, και για τη βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους μας.
Το Eurogroup υποσχέθηκε ρητά και ξεκάθαρα να συζητηθεί ξανά η ελάφρυνση του χρέους μόλις ολοκληρωθεί επιτυχώς η τελευταία αξιολόγηση του μνημονίου.
Ο Jens Bastian έγραψε στο Macropolis :
«Ανάμεσα στα συμπεράσματα του Eurogroup για την Ελλάδα το Νοέμβριο του 2012 υπήρξε και η συμφωνία ότι τα κράτη μέλη θα εξετάσουν "μέτρα ... για την επίτευξη μιας περαιτέρω αξιόπιστης και βιώσιμης μείωσης του ελληνικού χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ". Δύο όροι τέθηκαν για να ξεκινήσει μια τέτοια διαδικασία από τους πιστωτές:
I. Επίτευξη ετήσιου πρωτογενούς πλεονάσματος. Η έμφαση εδώ είναι στον όρο "ετήσιο". Αυτό συνεπάγεται επαναλαμβανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά δεν προσδιορίζει ένα συγκεκριμένο αριθμό που πρέπει να επιτευχθεί σε βάθος χρόνου.
II. Πλήρης εφαρμογή όλων [η υπογράμμιση δική μου] των όρων που περιέχονται στο πρόγραμμα (δηλαδή του δεύτερου προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής) ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τρόικα.
[...]
Η προαναφερθείσα προϋπόθεση "πλήρους" εφαρμογής στηρίζεται στην έκτη αξιολόγηση του εν εξελίξει προγράμματος ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τρόικα. Η αξιολόγηση ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 2014 στο Παρίσι και είχε ήδη “σκαλώσει” πριν από την προεκλογική εκστρατεία.»
Δυστυχώς, η νέα Ελληνική κυβέρνηση έστειλε (έτσι
νόμιζε) την Τρόικα σπίτι της τον Φεβρουάριο, αρνούμενη να διαπραγματευτεί μαζί τους και αρνούμενη να ολοκληρώσει την έκτη αξιολόγηση. Φαίνεται σαν αιώνες πριν, αλλά τότε απέριψε και το ίδιο το Eurogroup ως στερούμενο νομιμότητας – ήθελαν να διαπραγματευτούν με μια Ευρωπαϊκή Διάσκεψη Χρέους αμφίβολης προέλευσης και νομιμότητας. Με αυτή την πράξη κέρδισαν πολλούς πόντους με το Ελληνικό εκλογικό σώμα. Ταυτόχρονα όμως εξαφάνισαν την προοπτική μείωσης του χρέους, εκτός αν κατάφερναν να διαπραγματευτούν ένα νέο μνημόνιο από μηδενική βάση. Αυτό ακριβώς προσπάθησαν να κάνουν τους τελευταίους έξι μήνες.
Παρεμπιπτόντως, εκείνοι που ισχυρίζονται ότι δεν προσφέρθηκε ελάφρυνση χρέους στην Ελλάδα ξεχνούν ότι είχαμε ήδη δύο αναδιαρθρώσεις, μία από τις οποίες έφερε πολύ σημαντική εξοικονόμηση τόκων, ακόμη και υπολογίζοντας το γεγονός πως η οικονομία βρισκόταν σε ύφεση. Δεν υπάρχει κάποιο δόγμα κατά της ελάφρυνσης του χρέους· υπάρχουν πολλοί πολιτικοί που προσπαθούν να μην τους τσακίσουν οι ψηφοφόροι τους. Αλλά αυτό είναι η δημοκρατία, είτε μας αρέσει είτε όχι. Δεν υπάρχουν δικαιολογίες για να μην υπολογίζουμε την πολιτική άλλων στη δική μας στρατηγική.
Τελικά, θα υπάρξει ελάφρυνση του χρέους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Θα πρέπει να γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι εύκολο στα κοινοβούλια άλλων χώρων να το αποδεχθούν. Και θα είναι υπό όρους - μεταρρυθμίσεις. Διαφορετικά, έχουμε μόνο δύο άλλες επιλογές που καταλήγουν σε μείωση του χρέους: 1. χρεοκοπία 2. οι διαπραγματεύσεις παραμένουν στο κενό, αλλά η οικονομία καταρρέει σε σημείο που ακόμη και ο πιο αφοσιωμένος υπέρμαχος του extend and pretend δεν μπορεί πλέον να προσποιηθεί ότι μπορούμε να εξυπηρετήσουμε το χρέος μας.
Μύθος 2: Η ελάφρυνση του χρέους μπορεί να διαχωριστεί από την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις.
Αλλά γιατί επιμένουν οι πιστωτές στις μεταρρυθμίσεις πριν από την ελάφρυνση του χρέους; Διότι, όπως διαπίστωσαν οι Έλληνες ψηφοφόροι όταν ανακοινώθηκε το ερώτημα του δημοψηφίσματος, η ελάφρυνση του χρέους βασίζεται στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, και μια τέτοια ανάλυση βασίζεται σε υποθέσεις σχετικά με την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Οι πιστωτές υποθέτουν ότι οι δυνατότητες μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και αύξησης των εσόδων στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή περιορίζονται από την αναποτελεσματική κυβέρνηση και από στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Ακόμα και η δική μας κυβέρνηση συμφωνεί σε αυτό. Οι πιστωτές υποθέτουν, επίσης, ότι ένα μεγάλο μέρος των κοινωνικών δαπανών μας (π.χ. για τις συντάξεις) είναι αναποτελεσματικές, πράγμα που διατηρεί τις δαπάνες μας σε τεχνητά υψηλό επίπεδο, και επομένως και την ικανότητά μας να αποπληρώσουμε το χρέος τεχνητά χαμηλή.
Αν ακολουθήσουμε αυτή τη λογική, προκύπτει ότι μακροπρόθεσμα περισσότερο χρέος θα είναι βιώσιμο με μεταρρυθμίσεις από ότι χωρίς μεταρρυθμίσεις. Ελάφρυνση του χρέους με μεταρρυθμίσεις είναι καλή τακτική δανεισμού. Ελάφρυνση χρέους χωρίς αποδεδειγμένες μεταρρυθμίσεις είναι απλά χρηματοδότηση του τρόπου ζωής των λίγων Ελλήνων που επωφελούνται από τις στρεβλώσεις της Ελληνικής οικονομίας. Η δική μας κυβέρνηση θα πρέπει να επιμείνει πως δεν πρέπει να υπάρξει ελάφρυνση του χρέους χωρίς ένα αξιόπιστο μακροπρόθεσμο επενδυτικό πρόγραμμα - δεδομένου ότι η ανάπτυξή μας αυτή τη στιγμή περιορίζεται τεχνητά από το γεγονός ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση και, ενδεχομένως, από ανεπαρκείς επενδύσεις στην εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη. Χωρίς κάτι τέτοιο, η ελάφρυνση χρέους θα ήταν μια κακή συμφωνία για εμάς και για τους εταίρους.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχουν και πολλά πράγματα που οι πιστωτές τα έχουν πιάσει στραβά - αν μη τι άλλο σχετικά με τις συντάξεις και τις επενδύσεις. Αλλά αν η κυβέρνησή μας και ο Ελληνικός λαός θα μπορούσαν να συμφωνήσουν επί της αρχής ότι μεταρρυθμίσεις και ελάφρυνση του χρέους είναι συνδεδεμένες, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα πρόγραμμα το οποίο να προσφέρει ελάφρυνση του χρέους με αντάλλαγμα μεταρρυθμίσεις, αντί για περαιτέρω δανεισμό με αντάλλαγμα οικονομικούς στόχους.
Και επειδή το χρέος μας πλέον είναι εξαιρετικά μακροπρόθεσμο, οι πιστωτές μας θα πρέπει να είναι πρόθυμοι να ακούσουν επιχειρήματα σχετικά με το πώς μπορούν οι δαπάνες στους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης να ενισχύσουν την ανάπτυξη - που μακροπρόθεσμα μπορούν να κάνουν τεράστια διαφορά.
Σε αυτό το θέμα η κυβέρνησή μας, με τις δηλώσεις που έχει κάνει, έχει αυτοπαγιδευτεί (και η χώρα μαζί της). Δεν έχει υπάρξει κυριολεκτικά καμία σημαντική μεταρρύθμιση που πραγματοποιήθηκε τα τελευταία 6 χρόνια για την οποία να εξέφρασαν ικανοποίηση - ακόμα και το πρωτογενές πλεόνασμα που τους επέτρεψε να αγωνιστούν για έξι μήνες ήταν ένας στόχος στον οποίο αντιτάχθηκαν έντονα μέχρι και τον Φεβρουάριο. Μερικοί από τους βασικούς ψηφοφόρους τους δεν έχουν συνέλθει ακόμη από αυτήν την αλλαγή πολιτικής.
Η Ελλάδα έχει κάνει μια εντυπωσιακή φορολογική και νομοθετική προσαρμογή που θα έπρεπε να κερδίσει το σεβασμό κάθε πληροφορημένου παρατηρητή. Μια κυβέρνηση που αποζητά απομείωση του χρέους θα μιλούσε γι αυτή την προσαρμογή με υπερηφάνεια - "ο λαός μας έκανε θυσίες για να μας κάνει τη μόνη Ευρωπαϊκή χώρα που πληρώνει τα έξοδά της"- αλλά όχι αυτή η κυβέρνηση, η οποία πρέπει μονίμως να ικανοποιεί το κοινό της στο εσωτερικό που θα ήθελε η προσαρμογή να μην είχε συμβεί ποτέ, που πιστεύει ότι το προ κρίσης χρέος μας ήταν απεχθές, τα ελλείμματά μας ήταν φουσκωμένα, και πως η Ελλάδα είναι θύμα μιας σατανικής συνωμοσίας.
Είναι αυτή η συμπεριφορά ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους ψηφοφόρους της που καθιστά τόσο δύσκολο να πάρει οποιαδήποτε παραχώρηση εκ των προτέρων. Είναι σαφές σε όλους πως η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί πως έχει λαϊκή εντολή να αναιρέσει τις υπάρχουσες μεταρρυθμίσεις. Οτιδήποτε λιγότερο από αυτόν τον στόχο το παραχωρεί απρόθυμα ή ξαφνικά, χωρίς προηγούμενο σχεδιασμό. Το Γενάρη αυτή η άποψη δεν ήταν ακόμη ευρέως αποδεκτή. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε το πλεονέκτημα ότι ήταν “καθαρός” και χωρίς να χρωστά τίποτα σε διαπλεκόμενα συμφέροντα. Αλλά ενδυναμώθηκε μέσα από τη μονομέρεια και ερασιτεχνισμό. Ακόμα και μικρά πράγματα, όπως η απίστευτα ηλίθια ιδέα να έχουμε εθελοντές φοροελεγκτές, προσθέτουν σε αυτή την εικόνα.
Μύθος 3: Οι εκκλήσεις στον “ηθικό κίνδυνο” ανέκαθεν ήταν απλά πρόσχημα για ιδεολογική προσκόλληση στη λιτότητα.
Για να καταλάβουμε πώς λειτουργεί το επιχείρημα ηθικού κινδύνου, θα πρέπει πρώτα να εξετάσουμε το προτιμώμενο σενάριο των υποστηρικτών μιας “εορτής χρέους”: πίσω στο 2010, η Ελλάδα θα είχε χρεοκοπήσει σε σημαντικό βαθμό (ας πούμε 50-70 τοις εκατό) για τους ιδιώτες πιστωτές και θα τησ είχε δοθεί μια πιστωτική γραμμή με λίγες ή καθόλου προϋποθέσεις από την Ευρώπη και το ΔΝΤ, μέχρι να μπορέσει να επιστρέψει στις αγορές. Αγνοήστε προς το παρόν το ερώτημα του πώς οι κυβερνήσεις της Ευρώπης θα κατάφερναν τα κοινοβούλιά τους να στηρίξουν μια τέτοια διάσωση, ενώ θα έπρεπε ταυτόχρονα να διασώσουν το σύνολο του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, ή αν η Ευρώπη θα μπορούσε όντως να επιβιώσει μετά την επακόλουθη “επιδημία χρέους” με αρκετούς πόρους ώστε να χρηματοδοτήσει αναπτυξιακά μέτρα για όλη την ήπειρο.
Συνεχίζοντας το σενάριο, ο Γιώργος Παπανδρέου θα είχε επιστρέψει από αυτή την υποθετική εορτή χρέους του 2010 με ηρωικό καλωσόρισμα, φέρνοντας φρέσκο, φθηνό χρήμα αλλά και ελάφρυνση του χρέους. Εκλεγμένος με την υπόσχεση ότι “λεφτά υπάρχουν” για να πληρωθούν οι δημόσιες δαπάνες, θα είχε δικαιωθεί. Θα είχε παραμείνει στην εξουσία μέχρι τα τέλη του 2014, και στη συνέχεια θα είχε κερδίσει εύκολα τις επόμενες εκλογές. Το ΠΑΣΟΚ θα ήταν “εδώ, ενωμένο δυνατό”, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ θα παρέμενε για πάντα το κόμμα 5-8% που ήταν πριν από την κρίση. Αντιθέτως, σήμερα το ΠΑΣΟΚ είναι νεκρό και η ΝΔ είναι χρεοκοπημένη. Οι βουλευτές τους θεωρούνται τοξικοί για κάθε άλλο κόμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μίλια μπροστά από όλους τους άλλους στις δημοσκοπήσεις.
Οι “χρεοεορταστές” που ισχυρίζονται ότι ολιγάρχες στράγγιξαν τα ελληνικά ταμεία και έχτισαν το στρεβλό κράτος γύρω από τις πελατειακές τους σχέσεις θα είχαν εκπληρωμένη μία από τις επιθυμίες τους (ελάφρυνση του χρέους) σε βάρος της άλλης (την καταπολέμηση της διαφθοράς και της πελατοκρατείας). Αν έχουν δίκιο και τα προβλήματα της Ελλάδας του 2009 δεν σχετίζονται με τις επιλογές των δαπανών μας, εάν τα προβλήματα της Ελλάδας ήταν όντως περισσότερο ζητήματα πολιτικής παρά οικονομίας, αυτό δεν θα μας βοηθούσε καθόλου. Το πλοίο θα συνέχιζε ολοταχώς προς το επόμενο παγόβουνο. Αυτό ακριβώς σημαίνει ο ηθικός κίνδυνος: δίνοντας την εντύπωση πως ανταμείβουν κακές πρακτικές, οι πιστωτές θα εξασφάλιζαν πως το ίδιο σύστημα που δημιούργησε το χρέος θα επιβίωνε. Ο Ελληνικός λαός επωφελείται από την επιμονή στο επιχείρημα του ηθικού κινδύνου όσο και οι πιστωτές μας - και περισσότερο από όλους επωφελείται ο ίδιος ο Τσίπρας.
Μύθος 4: Πρόκειται για αλλαγή καθεστώτος - Ευρώπη ενάντια στη δημοκρατία
Το προηγούμενο επιχείρημα μας φέρνει στις κατηγορίες για μια αλλαγή καθεστώτος που ενορχηστρώνεται από τις Βρυξέλλες και τη Φρανκφούρτη. Σημειώστε ότι αυτοί που κάνουν τέτοιες αξιώσεις δεν καταγγέλουν το γεγονός ότι η Ευρώπη δεν μας έδωσε ελάφρυνση του χρέους το 2010 ως αλλαγή καθεστώτος, αν και αυτό το γεγονός προκάλεσε την πολιτική δολοφονία του ΓΑΠ από το ΠΑΣΟΚ. Δεν καταγγέλουν την άρνηση των Ευρωπαίων στα αιτήματα του Σαμαρά για ελάφρυνση χρέους το 2012 ως αλλαγή καθεστώτος, ακόμη και αν αυτό εξασφάλισε πως η ΝΔ θα έχανε τις επόμενες εκλογές και πιθανότατα δεν θα ξαναβρεθεί στην εξουσία για δεκαετίες, ή και ποτέ. Μόνο τώρα, που το ίδιο πράγμα συμβαίνει σε ένα συμπαθές σε αυτούς κόμμα, φωνάζουν για «αλλαγή καθεστώτος». Όμως ακόμη και τώρα, ο μόνος λόγος που οι πιστωτές διακινδυνεύουν να χάσουν το ΣΥΡΙΖΑ ως συνεργάτη είναι πως ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αναμετρηθεί με την περιθωριακή εσωκομματική του αντιπολίτευση. Άλλωστε, αν γίνονταν σήμερα εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ θα κέρδιζε μεγαλύτερο προβάδισμα έναντι της ΝΔ από ό, τι πήρε στις τελευταίες εκλογές και θα αποκτούσε αυτοδυναμία, με μια πλειοψηφία που δεν θα εξαρτιόταν από την αηδιαστική συνδρομή των Ανεξάρτητων Ελλήνων.
Πάντα αγανακτώ με ανθρώπους που θέλουν να παρουσιάσουν την αναμέτρηση σχετικά με το ελληνικό χρέος ως μια μάχη για τη δημοκρατία. Δεν είναι ούτε κατά διάνοια. Για να καταλάβουμε γιατί, πρέπει να καταλάβουμε α) τι ήταν η “λαϊκή εντολή” του ΣΥΡΙΖΑ, β) τι θέλουν οι Έλληνες, γ) τι πραγματικά εμποδίζει το ΣΥΡΙΖΑ από το να έρθει σε μια συμφωνία και δ) ότι υπάρχουν και άλλες δημοκρατίες που πρέπει να ληφθούν υπ' όψιν.
Ας αρχίσουμε με τη λαϊκή εντολή του Τσίπρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία υποστηρίζοντας ότι θα μπορούσε να αντιστρέψει τη λιτότητα «με ένα νόμο, ένα διάταγμα», και ότι θα κάνει στη Μέρκελ μια προσφορά που δεν θα έχει «ούτε ένα στο εκατομμύριο» πιθανότητα να απορρίψει. Υποσχέθηκε μια σκληρή επαναδιαπραγμάτευση του χρέους μας, μια σταδιακή αναστροφή των περικοπών σε παροχές και ελάχιστο μισθό (που θα χρηματοδοτούνταν από την ΕΚΤ), πάταξη της φοροδιαφυγής και εξισορρόπηση των φορολογικών εσόδων, έτσι ώστε οι πλούσιοι να πληρώνουν μεγαλύτερο μερίδιο από ό, τι σήμερα. Κανείς δεν πίστευε πως όλα αυτά ήταν πραγματικά δυνατό να συμβούν. Επανειλημμένα, οι υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ έλεγαν πως «αν κάνουν το 10% από αυτά που υποσχέθηκαν, θα είναι καλύτεροι από τους προηγούμενους». Το υπονοούμενο λοιπόν της λαϊκής εντολής (που έγινε εμφανές όταν ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις) ήταν ότι ήθελαν κάποιον να αποκαταστήσει την αξιοπρέπειά τους, να πολεμήσει για αυτούς και να τους μετατρέψει από παθητικούς παρατηρητές της λιτότητας σε κύριους της δικής τους μοίρας.
Ωστόσο, η πλειοψηφία του ελληνικού λαού διατηρεί επίσης την αμέριστη υποστήριξή της για το ευρώ· όχι γιατί πιστεύουν όλοι ότι ήταν μια καλή ιδέα να ενταχθούμε στο κοινό νόμισμα, αλλά επειδή πιστεύουν ότι η φυγή από το ευρώ θα είναι ένα επίπονο διαζύγιο τώρα και θα προτιμούσαν να μην το κάνουν τη στιγμή που η οικονομία μας παραπαίει από τη χειρότερη ύφεση στην ιστορία της. Μπορεί αν τους δοθεί η δυνατότητα να εγκαταλείψουν το ευρώ με μεθοδικό τρόπο αργότερα, η πλειοψηφία των Ελλήνων να το έκανε. Θα πρέπει να έχουν αυτή την ευκαιρία. Αλλά για τώρα αυτό δεν είναι μια καλή επιλογή (δεν είμαι σίγουρος πώς θα μπορούσε ποτέ να είναι), και οι ψηφοφόροι έχουν υπάρξει σαφείς σε δημοσκοπήσεις από το Μάιο ότι θα προτιμούσαν μια κακή διαπραγμάτευση από τη διακινδύνευση Grexit. Η πλειοψηφία των Ελλήνων επίσης, από τον Ιούνιο, πιστεύει ότι οι διαπραγματεύσεις δεν πάνε καλά.
Είναι στην πραγματικότητα μόνο ένα μικρό αριστερό τμήμα εντός του ΣΥΡΙΖΑ από το οποίο δεν είναι σε θέση ο Τσίπρας να περάσει μια συμφωνία και ταυτόχρονα είναι ανοιχτό στο ενδεχόμενο του Grexit. Κάτι τέτοιο μπορεί να είναι σημαντικό για τον πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ που υπάρχει από το 2009, αλλά δεν είχε σχεδόν τίποτα να κάνει με την εκλογική του επιτυχία από τότε. Άλλο ένα 30% του εκλογικού σώματος προστέθηκε στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο έχει ελάχιστα κοινά με την αριστερή πτέρυγα του κόμματος. Δυστυχώς, ως αποτέλεσμα της ιστορίας του ΣΥΡΙΖΑ ως συνασπισμόυ, ο Τσίπρας θα χρειαζόταν τις ψήφους της αριστερής πτέρυγας για να περάσει οποιαδήποτε διαπραγμάτευση από τη βουλή, γιατί αυτή η ομάδα έχει περισσότερους βουλευτές σε σχέση με το μερίδιο της λαϊκής ψήφου που της αντιστοιχεί.
Είναι ήδη αρκετά κακό ότι μια πτέρυγα που αντιπροσωπεύει περίπου το 4-5% του ελληνικού εκλογικού σώματος μπορεί να κρατήσει σε ομηρία το άλλο 30% που υποστηρίζουν την κυβέρνηση, αλλά θα χρειαζόταν εξαιρετικό κυνισμό ή εξαιρετική αφέλεια ώστε να ισχυριστεί ένας εξωτερικός παρατηρητής ότι στην πραγματικότητα αυτό το 5% αντιπροσωπεύει τη βούληση του λαού.
Τέλος, η Ελλάδα δεν έχει το μονοπώλιο στις εκλεγμένες κυβερνήσεις. Η δική μας λαϊκή εντολή μας υπαγορεύει με ποιους όρους είμαστε πρόθυμοι να δανειστούμε. Η λαϊκή εντολή των πιστωτών τους υπαγορεύει υπό ποιους όρους είναι πρόθυμοι να δανείσουν. Αν στο διάγραμμα Venn η τομή των δύο είναι κενό σύνολο, όπως πιθανότατα είναι, τότε η ειλικρινής και σωστή τακτική θα ήταν πουν στο λαό “λυπούμαστε, δεν μπορούμε να δανειστούμε από αυτούς τους ανθρώπους”. Και να σταματήσουν να σπαταλάνε χρόνο.
Μύθος 5: Η Τρόικα έχει επιβάλλει ελέγχους κεφαλαίων
Πρέπει να κάνω μια ειδική αναφορά εδώ σχετικά με το ρόλο της τρόικα στην επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων στην Ελλάδα. Όπως επαναλήφθηκε κατά κόρον τους τελευταίους μήνες, μόνο η δική μας κυβέρνηση έχει τη δύναμη να εισαγάγει ελέγχους κεφαλαίων στην Ελλάδα. Είναι νομικά και πρακτικά αδύνατο να γίνει με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Η ΕΚΤ μπορεί να επηρεάσει αυτή τη διαδικασία, αλλά μόνο επειδή οι Ελληνικές τράπεζες δεν έχουν άλλη πρόσβαση σε ρευστότητα και εξαρτώνται από αυτήν (μέσω του ELA) για χρηματοδότηση.
Γιατί δεν έχουν οι Ελληνικές τράπεζες ρευστότητα; Γιατί υπήρξε ένα τεράστιο κύμα αναλήψεων, που ξεκίνησε το Δεκέμβριο και κορυφώθηκε τον Ιανουάριο.
Πώς προέκυψε αυτό το κύμα αναλήψεων; Επειδή α) η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είπε επανηλλειμένα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του ότι προτίθεται να φορολογήσει τις καταθέσεις και β) επειδή η Ελλάδα έμεινε χωρίς πιστωτική γραμμή, όταν διώξαμε την Τρόικα, αυξάνοντας έτσι τους φόβους ότι η Ελλάδα ενδέχεται να χρεοκοπήσει- πράγμα που θα σκότωνε τις τράπεζές μας. Ναι, υπήρξαν δημοσιεύματα για το θέμα αυτό - μετά το Δεκέμβριο - και ναι, οι φόβοι ενός bank run μπορεί να βοηθήσουν να προκληθεί ένα bank run, αλλά η εναλλακτική λύση θα ήταν να φιμώσει η κυβέρνηση τον Τύπο σχετικά με ένα θέμα που ειλικρινά είναι πολύ σημαντικό (και για το οποίο η αρθρογραφία ήταν σε γενικές γραμμές ακριβής).
Τι έκανε η ΕΚΤ για αυτή την κατάσταση; Αν η ΕΚΤ επεδίωκε «αλλαγή καθεστώτος», θα μπορούσε να κλείσει τον ELA από τον περασμένο Φεβρουάριο και να αναγκάσει την ελληνική κυβέρνηση σε υποταγή, ενώ αυτοί ακόμα προσπαθούσαν να καταλάβουν πώς λειτουργεί μια κυβέρνηση. Αντ 'αυτού, συνέχισε να αυξάνει το ποσό που οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούσαν να δανείζονται από αυτήν. Οι τράπεζες δανείζονται χρήματα από τον ELA έναντι εχέγγυων - σε πολλές περιπτώσεις ελληνικά ομόλογα. Με τον ίδιο μας τον υπουργό Οικονομικών να λέει δημοσίως ότι α) είμαστε αναξιόχρεοι και β) θα επιδιώξουμε την ελάφρυνση του χρέους, η ΕΚΤ βρέθηκε να αποδέχεται ομόλογα ως εγγύηση τα οποία γνώριζε ότι ήταν πολύ πιθανό να μην αποπληρωθούν. Θα έπρεπε να σταματήσει να το κάνει τη στιγμή που Βαρουφάκης άνοιξε το στόμα του. Αντ 'αυτού, απλά αναθεώρησε το κούρεμα που εφάρμοζε για τα εν λόγω ομόλογα, καθ' όλη τη διαπραγμάτευση. Σταμάτησε μόνο όταν κατέστη σαφές πως η Ελλάδα πρόκειται να χρεοκοπήσει απέναντι στο ΔΝΤ, μια κατάσταση που ήταν ιδιαίτερα σημαντική σε σχέση με την αξία των ομολόγων μας και η οποία ήταν πάρα πολύ δημοσια για να (προσποιηθεί ότι) αγνοούσε.
Βέβαια η ΕΚΤ δεν είναι και αθώα περιστερά, αλλά το μεγαλύτερο λάθος της είναι να συνεχίσει να αποδέχεται τη φερεγγυότητα των ελληνικών τραπεζών. Τόσο η ΕΚΤ όσο και η ελληνική κυβέρνηση καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της κρίσης κρύβονται πίσω από την αξιολόγηση της ΕΚΤ, η οποία είναι, ειλικρινά, κουραφέξαλα. Η φερεγγυότητα εξαρτάται από τις τιμές των τίτλων και αυτές εξαρτώνται από την πολιτική. Ο αριθμός Ελληνικών μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν μειωνόταν τον Ιανουάριο και σίγουρα δεν μειώνεται ούτε τώρα. Ο αριθμός πτωχεύσεων έχει αυξηθεί. Επιπλέον η νέα κυβέρνηση έχει πάρει πολύ αρνητική στάση σχετικά με τις κατασχέσεις, ουσιαστικά καθιστώντας μεγάλο μέρος του χρέους ακάλυπτο, και η αξία των όποιων ομολόγων εξακολουθούν να κατέχουν οι τράπεζες πρέπει να έχει πέσει αρκετά.
Γιατί λοιπόν χειραγωγείται η αξιολόγηση φερεγγυότητας της ΕΚΤ με αυτόν τον τρόπο; Ένας επικριτής μου στο Twitter με βοήθησε να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου σχετικά. Είναι επειδή αυτή η χειραγώγηση επιτρέπει στην ΕΚΤ να παράσχει ELA, το οποίο κανονικά μόνο φερέγγυες τράπεζες μπορούν να λάβουν. Χωρίς αυτό το πρόσχημα, η ΕΚΤ θα έπρεπε να τραβήξει την πρίζα – όχι να σταματήσει απλά την αύξηση του ανώτατου ορίου· να σταματήσει εντελώς να παρέχει ELA. Ακόμα μέχρι σήμερα δεν το έχει κάνει. Αυτό είναι λάθος, φυσικά, αλλά μήπως προδίδει μια στρατευμένη κεντρική τράπεζα που προσπαθεί να ρίξει τη νέα κυβέρνηση; Όχι, αντιθέτως προδίδει μία ΕΚΤ που κάνει τα στραβά μάτια προκειμένου να αποφύγει να κάνει το δυσάρεστο μέρος της δουλειάς της – το διακανονισμό της χρεοκοπίας των τραπεζών μας. Δεν θα προσποιηθώ πως το κίνητρο είναι ανθρωπιστικό, αλλά το αποτέλεσμα είναι.
Αυτή η ανάρτηση δεν χρειάζεται εισαγωγή, παρά μόνο για να πω ότι είναι η πρώτη από μια σειρά πάνω στο θέμα, στην οποία ελπίζω να δείξω πώς πέντε βασικά στοιχεία της ρητορικής του “ΟΧΙ”, τόσο μέσα όσο και έξω από την Ελλάδα, έχουν τεράστια και παραπλανητικά ελαττώματα.
Μύθος Νο.1: Οι εταίροι αρνούνται στην Ελλάδα ελάφρυνση του χρέους
Όπως ξέρουμε από το 2012, μας έχει προσφερθεί ελάφρυνση του χρέους και η προσφορά ισχύει ακόμη. Αυτό που δεν είναι μας προσφέρει κανείς είναι η εκ των προτέρων και χωρίς όρους διαγραφή του χρέους. Μια αναδιάρθρωση του χρέους που μειώνει εξόφθαλμα το ονομαστικό ποσό του χρέους μας θα είναι πολιτικά δύσκολη, αλλά υπάρχουν επιλογές για τη μείωση της πραγματικής του αξίας, και για τη βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους μας.
Το Eurogroup υποσχέθηκε ρητά και ξεκάθαρα να συζητηθεί ξανά η ελάφρυνση του χρέους μόλις ολοκληρωθεί επιτυχώς η τελευταία αξιολόγηση του μνημονίου.
Ο Jens Bastian έγραψε στο Macropolis :
«Ανάμεσα στα συμπεράσματα του Eurogroup για την Ελλάδα το Νοέμβριο του 2012 υπήρξε και η συμφωνία ότι τα κράτη μέλη θα εξετάσουν "μέτρα ... για την επίτευξη μιας περαιτέρω αξιόπιστης και βιώσιμης μείωσης του ελληνικού χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ". Δύο όροι τέθηκαν για να ξεκινήσει μια τέτοια διαδικασία από τους πιστωτές:
I. Επίτευξη ετήσιου πρωτογενούς πλεονάσματος. Η έμφαση εδώ είναι στον όρο "ετήσιο". Αυτό συνεπάγεται επαναλαμβανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά δεν προσδιορίζει ένα συγκεκριμένο αριθμό που πρέπει να επιτευχθεί σε βάθος χρόνου.
II. Πλήρης εφαρμογή όλων [η υπογράμμιση δική μου] των όρων που περιέχονται στο πρόγραμμα (δηλαδή του δεύτερου προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής) ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τρόικα.
[...]
Η προαναφερθείσα προϋπόθεση "πλήρους" εφαρμογής στηρίζεται στην έκτη αξιολόγηση του εν εξελίξει προγράμματος ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τρόικα. Η αξιολόγηση ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 2014 στο Παρίσι και είχε ήδη “σκαλώσει” πριν από την προεκλογική εκστρατεία.»
Δυστυχώς, η νέα Ελληνική κυβέρνηση έστειλε (έτσι
νόμιζε) την Τρόικα σπίτι της τον Φεβρουάριο, αρνούμενη να διαπραγματευτεί μαζί τους και αρνούμενη να ολοκληρώσει την έκτη αξιολόγηση. Φαίνεται σαν αιώνες πριν, αλλά τότε απέριψε και το ίδιο το Eurogroup ως στερούμενο νομιμότητας – ήθελαν να διαπραγματευτούν με μια Ευρωπαϊκή Διάσκεψη Χρέους αμφίβολης προέλευσης και νομιμότητας. Με αυτή την πράξη κέρδισαν πολλούς πόντους με το Ελληνικό εκλογικό σώμα. Ταυτόχρονα όμως εξαφάνισαν την προοπτική μείωσης του χρέους, εκτός αν κατάφερναν να διαπραγματευτούν ένα νέο μνημόνιο από μηδενική βάση. Αυτό ακριβώς προσπάθησαν να κάνουν τους τελευταίους έξι μήνες.
Παρεμπιπτόντως, εκείνοι που ισχυρίζονται ότι δεν προσφέρθηκε ελάφρυνση χρέους στην Ελλάδα ξεχνούν ότι είχαμε ήδη δύο αναδιαρθρώσεις, μία από τις οποίες έφερε πολύ σημαντική εξοικονόμηση τόκων, ακόμη και υπολογίζοντας το γεγονός πως η οικονομία βρισκόταν σε ύφεση. Δεν υπάρχει κάποιο δόγμα κατά της ελάφρυνσης του χρέους· υπάρχουν πολλοί πολιτικοί που προσπαθούν να μην τους τσακίσουν οι ψηφοφόροι τους. Αλλά αυτό είναι η δημοκρατία, είτε μας αρέσει είτε όχι. Δεν υπάρχουν δικαιολογίες για να μην υπολογίζουμε την πολιτική άλλων στη δική μας στρατηγική.
Τελικά, θα υπάρξει ελάφρυνση του χρέους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Θα πρέπει να γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι εύκολο στα κοινοβούλια άλλων χώρων να το αποδεχθούν. Και θα είναι υπό όρους - μεταρρυθμίσεις. Διαφορετικά, έχουμε μόνο δύο άλλες επιλογές που καταλήγουν σε μείωση του χρέους: 1. χρεοκοπία 2. οι διαπραγματεύσεις παραμένουν στο κενό, αλλά η οικονομία καταρρέει σε σημείο που ακόμη και ο πιο αφοσιωμένος υπέρμαχος του extend and pretend δεν μπορεί πλέον να προσποιηθεί ότι μπορούμε να εξυπηρετήσουμε το χρέος μας.
Μύθος 2: Η ελάφρυνση του χρέους μπορεί να διαχωριστεί από την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις.
Αλλά γιατί επιμένουν οι πιστωτές στις μεταρρυθμίσεις πριν από την ελάφρυνση του χρέους; Διότι, όπως διαπίστωσαν οι Έλληνες ψηφοφόροι όταν ανακοινώθηκε το ερώτημα του δημοψηφίσματος, η ελάφρυνση του χρέους βασίζεται στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, και μια τέτοια ανάλυση βασίζεται σε υποθέσεις σχετικά με την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Οι πιστωτές υποθέτουν ότι οι δυνατότητες μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και αύξησης των εσόδων στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή περιορίζονται από την αναποτελεσματική κυβέρνηση και από στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Ακόμα και η δική μας κυβέρνηση συμφωνεί σε αυτό. Οι πιστωτές υποθέτουν, επίσης, ότι ένα μεγάλο μέρος των κοινωνικών δαπανών μας (π.χ. για τις συντάξεις) είναι αναποτελεσματικές, πράγμα που διατηρεί τις δαπάνες μας σε τεχνητά υψηλό επίπεδο, και επομένως και την ικανότητά μας να αποπληρώσουμε το χρέος τεχνητά χαμηλή.
Αν ακολουθήσουμε αυτή τη λογική, προκύπτει ότι μακροπρόθεσμα περισσότερο χρέος θα είναι βιώσιμο με μεταρρυθμίσεις από ότι χωρίς μεταρρυθμίσεις. Ελάφρυνση του χρέους με μεταρρυθμίσεις είναι καλή τακτική δανεισμού. Ελάφρυνση χρέους χωρίς αποδεδειγμένες μεταρρυθμίσεις είναι απλά χρηματοδότηση του τρόπου ζωής των λίγων Ελλήνων που επωφελούνται από τις στρεβλώσεις της Ελληνικής οικονομίας. Η δική μας κυβέρνηση θα πρέπει να επιμείνει πως δεν πρέπει να υπάρξει ελάφρυνση του χρέους χωρίς ένα αξιόπιστο μακροπρόθεσμο επενδυτικό πρόγραμμα - δεδομένου ότι η ανάπτυξή μας αυτή τη στιγμή περιορίζεται τεχνητά από το γεγονός ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση και, ενδεχομένως, από ανεπαρκείς επενδύσεις στην εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη. Χωρίς κάτι τέτοιο, η ελάφρυνση χρέους θα ήταν μια κακή συμφωνία για εμάς και για τους εταίρους.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχουν και πολλά πράγματα που οι πιστωτές τα έχουν πιάσει στραβά - αν μη τι άλλο σχετικά με τις συντάξεις και τις επενδύσεις. Αλλά αν η κυβέρνησή μας και ο Ελληνικός λαός θα μπορούσαν να συμφωνήσουν επί της αρχής ότι μεταρρυθμίσεις και ελάφρυνση του χρέους είναι συνδεδεμένες, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα πρόγραμμα το οποίο να προσφέρει ελάφρυνση του χρέους με αντάλλαγμα μεταρρυθμίσεις, αντί για περαιτέρω δανεισμό με αντάλλαγμα οικονομικούς στόχους.
Και επειδή το χρέος μας πλέον είναι εξαιρετικά μακροπρόθεσμο, οι πιστωτές μας θα πρέπει να είναι πρόθυμοι να ακούσουν επιχειρήματα σχετικά με το πώς μπορούν οι δαπάνες στους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης να ενισχύσουν την ανάπτυξη - που μακροπρόθεσμα μπορούν να κάνουν τεράστια διαφορά.
Σε αυτό το θέμα η κυβέρνησή μας, με τις δηλώσεις που έχει κάνει, έχει αυτοπαγιδευτεί (και η χώρα μαζί της). Δεν έχει υπάρξει κυριολεκτικά καμία σημαντική μεταρρύθμιση που πραγματοποιήθηκε τα τελευταία 6 χρόνια για την οποία να εξέφρασαν ικανοποίηση - ακόμα και το πρωτογενές πλεόνασμα που τους επέτρεψε να αγωνιστούν για έξι μήνες ήταν ένας στόχος στον οποίο αντιτάχθηκαν έντονα μέχρι και τον Φεβρουάριο. Μερικοί από τους βασικούς ψηφοφόρους τους δεν έχουν συνέλθει ακόμη από αυτήν την αλλαγή πολιτικής.
Η Ελλάδα έχει κάνει μια εντυπωσιακή φορολογική και νομοθετική προσαρμογή που θα έπρεπε να κερδίσει το σεβασμό κάθε πληροφορημένου παρατηρητή. Μια κυβέρνηση που αποζητά απομείωση του χρέους θα μιλούσε γι αυτή την προσαρμογή με υπερηφάνεια - "ο λαός μας έκανε θυσίες για να μας κάνει τη μόνη Ευρωπαϊκή χώρα που πληρώνει τα έξοδά της"- αλλά όχι αυτή η κυβέρνηση, η οποία πρέπει μονίμως να ικανοποιεί το κοινό της στο εσωτερικό που θα ήθελε η προσαρμογή να μην είχε συμβεί ποτέ, που πιστεύει ότι το προ κρίσης χρέος μας ήταν απεχθές, τα ελλείμματά μας ήταν φουσκωμένα, και πως η Ελλάδα είναι θύμα μιας σατανικής συνωμοσίας.
Είναι αυτή η συμπεριφορά ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους ψηφοφόρους της που καθιστά τόσο δύσκολο να πάρει οποιαδήποτε παραχώρηση εκ των προτέρων. Είναι σαφές σε όλους πως η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί πως έχει λαϊκή εντολή να αναιρέσει τις υπάρχουσες μεταρρυθμίσεις. Οτιδήποτε λιγότερο από αυτόν τον στόχο το παραχωρεί απρόθυμα ή ξαφνικά, χωρίς προηγούμενο σχεδιασμό. Το Γενάρη αυτή η άποψη δεν ήταν ακόμη ευρέως αποδεκτή. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε το πλεονέκτημα ότι ήταν “καθαρός” και χωρίς να χρωστά τίποτα σε διαπλεκόμενα συμφέροντα. Αλλά ενδυναμώθηκε μέσα από τη μονομέρεια και ερασιτεχνισμό. Ακόμα και μικρά πράγματα, όπως η απίστευτα ηλίθια ιδέα να έχουμε εθελοντές φοροελεγκτές, προσθέτουν σε αυτή την εικόνα.
Μύθος 3: Οι εκκλήσεις στον “ηθικό κίνδυνο” ανέκαθεν ήταν απλά πρόσχημα για ιδεολογική προσκόλληση στη λιτότητα.
Για να καταλάβουμε πώς λειτουργεί το επιχείρημα ηθικού κινδύνου, θα πρέπει πρώτα να εξετάσουμε το προτιμώμενο σενάριο των υποστηρικτών μιας “εορτής χρέους”: πίσω στο 2010, η Ελλάδα θα είχε χρεοκοπήσει σε σημαντικό βαθμό (ας πούμε 50-70 τοις εκατό) για τους ιδιώτες πιστωτές και θα τησ είχε δοθεί μια πιστωτική γραμμή με λίγες ή καθόλου προϋποθέσεις από την Ευρώπη και το ΔΝΤ, μέχρι να μπορέσει να επιστρέψει στις αγορές. Αγνοήστε προς το παρόν το ερώτημα του πώς οι κυβερνήσεις της Ευρώπης θα κατάφερναν τα κοινοβούλιά τους να στηρίξουν μια τέτοια διάσωση, ενώ θα έπρεπε ταυτόχρονα να διασώσουν το σύνολο του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, ή αν η Ευρώπη θα μπορούσε όντως να επιβιώσει μετά την επακόλουθη “επιδημία χρέους” με αρκετούς πόρους ώστε να χρηματοδοτήσει αναπτυξιακά μέτρα για όλη την ήπειρο.
Συνεχίζοντας το σενάριο, ο Γιώργος Παπανδρέου θα είχε επιστρέψει από αυτή την υποθετική εορτή χρέους του 2010 με ηρωικό καλωσόρισμα, φέρνοντας φρέσκο, φθηνό χρήμα αλλά και ελάφρυνση του χρέους. Εκλεγμένος με την υπόσχεση ότι “λεφτά υπάρχουν” για να πληρωθούν οι δημόσιες δαπάνες, θα είχε δικαιωθεί. Θα είχε παραμείνει στην εξουσία μέχρι τα τέλη του 2014, και στη συνέχεια θα είχε κερδίσει εύκολα τις επόμενες εκλογές. Το ΠΑΣΟΚ θα ήταν “εδώ, ενωμένο δυνατό”, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ θα παρέμενε για πάντα το κόμμα 5-8% που ήταν πριν από την κρίση. Αντιθέτως, σήμερα το ΠΑΣΟΚ είναι νεκρό και η ΝΔ είναι χρεοκοπημένη. Οι βουλευτές τους θεωρούνται τοξικοί για κάθε άλλο κόμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μίλια μπροστά από όλους τους άλλους στις δημοσκοπήσεις.
Οι “χρεοεορταστές” που ισχυρίζονται ότι ολιγάρχες στράγγιξαν τα ελληνικά ταμεία και έχτισαν το στρεβλό κράτος γύρω από τις πελατειακές τους σχέσεις θα είχαν εκπληρωμένη μία από τις επιθυμίες τους (ελάφρυνση του χρέους) σε βάρος της άλλης (την καταπολέμηση της διαφθοράς και της πελατοκρατείας). Αν έχουν δίκιο και τα προβλήματα της Ελλάδας του 2009 δεν σχετίζονται με τις επιλογές των δαπανών μας, εάν τα προβλήματα της Ελλάδας ήταν όντως περισσότερο ζητήματα πολιτικής παρά οικονομίας, αυτό δεν θα μας βοηθούσε καθόλου. Το πλοίο θα συνέχιζε ολοταχώς προς το επόμενο παγόβουνο. Αυτό ακριβώς σημαίνει ο ηθικός κίνδυνος: δίνοντας την εντύπωση πως ανταμείβουν κακές πρακτικές, οι πιστωτές θα εξασφάλιζαν πως το ίδιο σύστημα που δημιούργησε το χρέος θα επιβίωνε. Ο Ελληνικός λαός επωφελείται από την επιμονή στο επιχείρημα του ηθικού κινδύνου όσο και οι πιστωτές μας - και περισσότερο από όλους επωφελείται ο ίδιος ο Τσίπρας.
Μύθος 4: Πρόκειται για αλλαγή καθεστώτος - Ευρώπη ενάντια στη δημοκρατία
Το προηγούμενο επιχείρημα μας φέρνει στις κατηγορίες για μια αλλαγή καθεστώτος που ενορχηστρώνεται από τις Βρυξέλλες και τη Φρανκφούρτη. Σημειώστε ότι αυτοί που κάνουν τέτοιες αξιώσεις δεν καταγγέλουν το γεγονός ότι η Ευρώπη δεν μας έδωσε ελάφρυνση του χρέους το 2010 ως αλλαγή καθεστώτος, αν και αυτό το γεγονός προκάλεσε την πολιτική δολοφονία του ΓΑΠ από το ΠΑΣΟΚ. Δεν καταγγέλουν την άρνηση των Ευρωπαίων στα αιτήματα του Σαμαρά για ελάφρυνση χρέους το 2012 ως αλλαγή καθεστώτος, ακόμη και αν αυτό εξασφάλισε πως η ΝΔ θα έχανε τις επόμενες εκλογές και πιθανότατα δεν θα ξαναβρεθεί στην εξουσία για δεκαετίες, ή και ποτέ. Μόνο τώρα, που το ίδιο πράγμα συμβαίνει σε ένα συμπαθές σε αυτούς κόμμα, φωνάζουν για «αλλαγή καθεστώτος». Όμως ακόμη και τώρα, ο μόνος λόγος που οι πιστωτές διακινδυνεύουν να χάσουν το ΣΥΡΙΖΑ ως συνεργάτη είναι πως ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αναμετρηθεί με την περιθωριακή εσωκομματική του αντιπολίτευση. Άλλωστε, αν γίνονταν σήμερα εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ θα κέρδιζε μεγαλύτερο προβάδισμα έναντι της ΝΔ από ό, τι πήρε στις τελευταίες εκλογές και θα αποκτούσε αυτοδυναμία, με μια πλειοψηφία που δεν θα εξαρτιόταν από την αηδιαστική συνδρομή των Ανεξάρτητων Ελλήνων.
Πάντα αγανακτώ με ανθρώπους που θέλουν να παρουσιάσουν την αναμέτρηση σχετικά με το ελληνικό χρέος ως μια μάχη για τη δημοκρατία. Δεν είναι ούτε κατά διάνοια. Για να καταλάβουμε γιατί, πρέπει να καταλάβουμε α) τι ήταν η “λαϊκή εντολή” του ΣΥΡΙΖΑ, β) τι θέλουν οι Έλληνες, γ) τι πραγματικά εμποδίζει το ΣΥΡΙΖΑ από το να έρθει σε μια συμφωνία και δ) ότι υπάρχουν και άλλες δημοκρατίες που πρέπει να ληφθούν υπ' όψιν.
Ας αρχίσουμε με τη λαϊκή εντολή του Τσίπρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία υποστηρίζοντας ότι θα μπορούσε να αντιστρέψει τη λιτότητα «με ένα νόμο, ένα διάταγμα», και ότι θα κάνει στη Μέρκελ μια προσφορά που δεν θα έχει «ούτε ένα στο εκατομμύριο» πιθανότητα να απορρίψει. Υποσχέθηκε μια σκληρή επαναδιαπραγμάτευση του χρέους μας, μια σταδιακή αναστροφή των περικοπών σε παροχές και ελάχιστο μισθό (που θα χρηματοδοτούνταν από την ΕΚΤ), πάταξη της φοροδιαφυγής και εξισορρόπηση των φορολογικών εσόδων, έτσι ώστε οι πλούσιοι να πληρώνουν μεγαλύτερο μερίδιο από ό, τι σήμερα. Κανείς δεν πίστευε πως όλα αυτά ήταν πραγματικά δυνατό να συμβούν. Επανειλημμένα, οι υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ έλεγαν πως «αν κάνουν το 10% από αυτά που υποσχέθηκαν, θα είναι καλύτεροι από τους προηγούμενους». Το υπονοούμενο λοιπόν της λαϊκής εντολής (που έγινε εμφανές όταν ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις) ήταν ότι ήθελαν κάποιον να αποκαταστήσει την αξιοπρέπειά τους, να πολεμήσει για αυτούς και να τους μετατρέψει από παθητικούς παρατηρητές της λιτότητας σε κύριους της δικής τους μοίρας.
Ωστόσο, η πλειοψηφία του ελληνικού λαού διατηρεί επίσης την αμέριστη υποστήριξή της για το ευρώ· όχι γιατί πιστεύουν όλοι ότι ήταν μια καλή ιδέα να ενταχθούμε στο κοινό νόμισμα, αλλά επειδή πιστεύουν ότι η φυγή από το ευρώ θα είναι ένα επίπονο διαζύγιο τώρα και θα προτιμούσαν να μην το κάνουν τη στιγμή που η οικονομία μας παραπαίει από τη χειρότερη ύφεση στην ιστορία της. Μπορεί αν τους δοθεί η δυνατότητα να εγκαταλείψουν το ευρώ με μεθοδικό τρόπο αργότερα, η πλειοψηφία των Ελλήνων να το έκανε. Θα πρέπει να έχουν αυτή την ευκαιρία. Αλλά για τώρα αυτό δεν είναι μια καλή επιλογή (δεν είμαι σίγουρος πώς θα μπορούσε ποτέ να είναι), και οι ψηφοφόροι έχουν υπάρξει σαφείς σε δημοσκοπήσεις από το Μάιο ότι θα προτιμούσαν μια κακή διαπραγμάτευση από τη διακινδύνευση Grexit. Η πλειοψηφία των Ελλήνων επίσης, από τον Ιούνιο, πιστεύει ότι οι διαπραγματεύσεις δεν πάνε καλά.
Είναι στην πραγματικότητα μόνο ένα μικρό αριστερό τμήμα εντός του ΣΥΡΙΖΑ από το οποίο δεν είναι σε θέση ο Τσίπρας να περάσει μια συμφωνία και ταυτόχρονα είναι ανοιχτό στο ενδεχόμενο του Grexit. Κάτι τέτοιο μπορεί να είναι σημαντικό για τον πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ που υπάρχει από το 2009, αλλά δεν είχε σχεδόν τίποτα να κάνει με την εκλογική του επιτυχία από τότε. Άλλο ένα 30% του εκλογικού σώματος προστέθηκε στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο έχει ελάχιστα κοινά με την αριστερή πτέρυγα του κόμματος. Δυστυχώς, ως αποτέλεσμα της ιστορίας του ΣΥΡΙΖΑ ως συνασπισμόυ, ο Τσίπρας θα χρειαζόταν τις ψήφους της αριστερής πτέρυγας για να περάσει οποιαδήποτε διαπραγμάτευση από τη βουλή, γιατί αυτή η ομάδα έχει περισσότερους βουλευτές σε σχέση με το μερίδιο της λαϊκής ψήφου που της αντιστοιχεί.
Είναι ήδη αρκετά κακό ότι μια πτέρυγα που αντιπροσωπεύει περίπου το 4-5% του ελληνικού εκλογικού σώματος μπορεί να κρατήσει σε ομηρία το άλλο 30% που υποστηρίζουν την κυβέρνηση, αλλά θα χρειαζόταν εξαιρετικό κυνισμό ή εξαιρετική αφέλεια ώστε να ισχυριστεί ένας εξωτερικός παρατηρητής ότι στην πραγματικότητα αυτό το 5% αντιπροσωπεύει τη βούληση του λαού.
Τέλος, η Ελλάδα δεν έχει το μονοπώλιο στις εκλεγμένες κυβερνήσεις. Η δική μας λαϊκή εντολή μας υπαγορεύει με ποιους όρους είμαστε πρόθυμοι να δανειστούμε. Η λαϊκή εντολή των πιστωτών τους υπαγορεύει υπό ποιους όρους είναι πρόθυμοι να δανείσουν. Αν στο διάγραμμα Venn η τομή των δύο είναι κενό σύνολο, όπως πιθανότατα είναι, τότε η ειλικρινής και σωστή τακτική θα ήταν πουν στο λαό “λυπούμαστε, δεν μπορούμε να δανειστούμε από αυτούς τους ανθρώπους”. Και να σταματήσουν να σπαταλάνε χρόνο.
Μύθος 5: Η Τρόικα έχει επιβάλλει ελέγχους κεφαλαίων
Πρέπει να κάνω μια ειδική αναφορά εδώ σχετικά με το ρόλο της τρόικα στην επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων στην Ελλάδα. Όπως επαναλήφθηκε κατά κόρον τους τελευταίους μήνες, μόνο η δική μας κυβέρνηση έχει τη δύναμη να εισαγάγει ελέγχους κεφαλαίων στην Ελλάδα. Είναι νομικά και πρακτικά αδύνατο να γίνει με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Η ΕΚΤ μπορεί να επηρεάσει αυτή τη διαδικασία, αλλά μόνο επειδή οι Ελληνικές τράπεζες δεν έχουν άλλη πρόσβαση σε ρευστότητα και εξαρτώνται από αυτήν (μέσω του ELA) για χρηματοδότηση.
Γιατί δεν έχουν οι Ελληνικές τράπεζες ρευστότητα; Γιατί υπήρξε ένα τεράστιο κύμα αναλήψεων, που ξεκίνησε το Δεκέμβριο και κορυφώθηκε τον Ιανουάριο.
Πώς προέκυψε αυτό το κύμα αναλήψεων; Επειδή α) η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είπε επανηλλειμένα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του ότι προτίθεται να φορολογήσει τις καταθέσεις και β) επειδή η Ελλάδα έμεινε χωρίς πιστωτική γραμμή, όταν διώξαμε την Τρόικα, αυξάνοντας έτσι τους φόβους ότι η Ελλάδα ενδέχεται να χρεοκοπήσει- πράγμα που θα σκότωνε τις τράπεζές μας. Ναι, υπήρξαν δημοσιεύματα για το θέμα αυτό - μετά το Δεκέμβριο - και ναι, οι φόβοι ενός bank run μπορεί να βοηθήσουν να προκληθεί ένα bank run, αλλά η εναλλακτική λύση θα ήταν να φιμώσει η κυβέρνηση τον Τύπο σχετικά με ένα θέμα που ειλικρινά είναι πολύ σημαντικό (και για το οποίο η αρθρογραφία ήταν σε γενικές γραμμές ακριβής).
Τι έκανε η ΕΚΤ για αυτή την κατάσταση; Αν η ΕΚΤ επεδίωκε «αλλαγή καθεστώτος», θα μπορούσε να κλείσει τον ELA από τον περασμένο Φεβρουάριο και να αναγκάσει την ελληνική κυβέρνηση σε υποταγή, ενώ αυτοί ακόμα προσπαθούσαν να καταλάβουν πώς λειτουργεί μια κυβέρνηση. Αντ 'αυτού, συνέχισε να αυξάνει το ποσό που οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούσαν να δανείζονται από αυτήν. Οι τράπεζες δανείζονται χρήματα από τον ELA έναντι εχέγγυων - σε πολλές περιπτώσεις ελληνικά ομόλογα. Με τον ίδιο μας τον υπουργό Οικονομικών να λέει δημοσίως ότι α) είμαστε αναξιόχρεοι και β) θα επιδιώξουμε την ελάφρυνση του χρέους, η ΕΚΤ βρέθηκε να αποδέχεται ομόλογα ως εγγύηση τα οποία γνώριζε ότι ήταν πολύ πιθανό να μην αποπληρωθούν. Θα έπρεπε να σταματήσει να το κάνει τη στιγμή που Βαρουφάκης άνοιξε το στόμα του. Αντ 'αυτού, απλά αναθεώρησε το κούρεμα που εφάρμοζε για τα εν λόγω ομόλογα, καθ' όλη τη διαπραγμάτευση. Σταμάτησε μόνο όταν κατέστη σαφές πως η Ελλάδα πρόκειται να χρεοκοπήσει απέναντι στο ΔΝΤ, μια κατάσταση που ήταν ιδιαίτερα σημαντική σε σχέση με την αξία των ομολόγων μας και η οποία ήταν πάρα πολύ δημοσια για να (προσποιηθεί ότι) αγνοούσε.
Βέβαια η ΕΚΤ δεν είναι και αθώα περιστερά, αλλά το μεγαλύτερο λάθος της είναι να συνεχίσει να αποδέχεται τη φερεγγυότητα των ελληνικών τραπεζών. Τόσο η ΕΚΤ όσο και η ελληνική κυβέρνηση καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της κρίσης κρύβονται πίσω από την αξιολόγηση της ΕΚΤ, η οποία είναι, ειλικρινά, κουραφέξαλα. Η φερεγγυότητα εξαρτάται από τις τιμές των τίτλων και αυτές εξαρτώνται από την πολιτική. Ο αριθμός Ελληνικών μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν μειωνόταν τον Ιανουάριο και σίγουρα δεν μειώνεται ούτε τώρα. Ο αριθμός πτωχεύσεων έχει αυξηθεί. Επιπλέον η νέα κυβέρνηση έχει πάρει πολύ αρνητική στάση σχετικά με τις κατασχέσεις, ουσιαστικά καθιστώντας μεγάλο μέρος του χρέους ακάλυπτο, και η αξία των όποιων ομολόγων εξακολουθούν να κατέχουν οι τράπεζες πρέπει να έχει πέσει αρκετά.
Γιατί λοιπόν χειραγωγείται η αξιολόγηση φερεγγυότητας της ΕΚΤ με αυτόν τον τρόπο; Ένας επικριτής μου στο Twitter με βοήθησε να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου σχετικά. Είναι επειδή αυτή η χειραγώγηση επιτρέπει στην ΕΚΤ να παράσχει ELA, το οποίο κανονικά μόνο φερέγγυες τράπεζες μπορούν να λάβουν. Χωρίς αυτό το πρόσχημα, η ΕΚΤ θα έπρεπε να τραβήξει την πρίζα – όχι να σταματήσει απλά την αύξηση του ανώτατου ορίου· να σταματήσει εντελώς να παρέχει ELA. Ακόμα μέχρι σήμερα δεν το έχει κάνει. Αυτό είναι λάθος, φυσικά, αλλά μήπως προδίδει μια στρατευμένη κεντρική τράπεζα που προσπαθεί να ρίξει τη νέα κυβέρνηση; Όχι, αντιθέτως προδίδει μία ΕΚΤ που κάνει τα στραβά μάτια προκειμένου να αποφύγει να κάνει το δυσάρεστο μέρος της δουλειάς της – το διακανονισμό της χρεοκοπίας των τραπεζών μας. Δεν θα προσποιηθώ πως το κίνητρο είναι ανθρωπιστικό, αλλά το αποτέλεσμα είναι.