Επειδή δεν είμαι και τόσο έξυπνος, μπήκα στο Reddit τις προάλλες. Ένας χρήστης (που δεν θα τον κατονομάσω για να τον παρενοχλήσει κανείς) αναρωτιόταν γιατί κάθε Έλληνας με τον οποίο μιλάει έχει τόσο αρνητική ιδέα για την κατάσταση της οικονομίας, παρόλο που τα πράγματα δείχνουν να βελτιώνονται.
Ο χρήστης αυτός παρέπεμψε σε ένα άρθρο γραμμένο από τον Μιχάλη Αργυρού, πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων της Ελλάδας – ενός φορέα που, υπενθυμίζω διορίζεται άμεσα από τον Υπουργό Οικονομικών. Εκεί, ο Αργυρού επικεντρώνεται σε μια πρόσφατη (Οκτ. 2024) δημοσίευση της Eurostat για την υποκειμενική φτώχεια και θέτει ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα:
Πώς γίνεται οι Έλληνες να αυτοαξιολογούνται ως «φτωχοί» τόσο πολύ πιο συχνά από ό,τι θα περίμενε κανείς βάσει των πιο "αντικειμενικών" δεικτών υλικής φτώχειας; Γιατί οι υποκειμενικές αντιλήψεις τους δεν αντικατοπτρίζουν τη βελτίωση στους δείκτες απασχόλησης και τους υπόλοιπους οικονομικούς δείκτες μετά την κρίση;
Θα μπορούσατε να τα αποδώσετε όλα αυτά σε πολιτικές σκοπιμότητες· και σίγουρα το άρθρο διαβάζεται κάπως σαν να προσπαθεί ο Αργυρού να εξοργίσει ορισμένα τμήματα του ελληνικού διαδικτύου, ειδικά όταν δηλώνει:
«Στην Ελλάδα, από κάθε 100 άτομα που δηλώνουν ότι είναι φτωχοί, μόνο οι 28 είναι πραγματικά φτωχοί.»
Μόνο που- υπάρχουν στοιχεία. Το 67% των Ελλήνων κατατάσσονται από τη Eurostat ως δηλώνοντες «υποκειμενική φτώχεια». Εντούτοις, λιγότεροι από το 19% είναι επισήμως κάτω από το όριο που υποδηλώνει κίνδυνο φτώχειας, όπως αυτό ορίζεται από τη Eurostat.
Και για να είμαστε σαφείς - η Ελλάδα ξεχωρίζει δραματικά από την υπόλοιπη Ευρώπη σε αυτό το θέμα: ο Αργυρού παραθέτει ένα σοκαριστικό γράφημα – όχι κατασκευασμένο από κάποιον φανατικό νεοδημοκράτη, αλλά βγαλμένο από την πρωτογενή δημοσίευση της Eurostat – το οποίο δείχνει πόσο μεγάλη είναι η απόκλιση μεταξύ της αυτοαξιολογούμενης φτώχειας και της «αντικειμενικής» φτώχειας σε διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες. Η Ελλάδα ξεχωρίζει τόσο πολύ που σχεδόν χρειάζεται δικό της άξονα στο διάγραμμα.
Και το χειρότερο; Τα δύο σύνολα δεδομένων είναι αξιόπιστα και πλήρως συγκρίσιμα – προέρχονται από την ίδια μελέτη, τη SILC (Statistics on Income and Living Conditions), την οποία οι έμπειροι αναγνώστες αυτού του blog τη γνωρίζουν ήδη ως μία από τις αγαπημένες μου πηγές δεδομένων. Η SILC είναι η πηγή όλων των ευρωπαϊκών στατιστικών για τη φτώχεια και μού έχει κάνει εντύπωση πόσο ανθεκτική είναι απέναντί στην αύξηση των επιπέδων μη ανταπόκρισης στις έρευνες σε όλη την Ευρώπη.
Δεν χρειάζεται να μοιράζεστε την θεσμική οπτική του Αργυρού ή να έχετε ιδιαίτερες συμπάθειες προς το κυβερνών κόμμα για να σας βάζουν σε υποψίες αυτά. Κι εμένα έτσι μού φάνηκε αρχικά – και το γεγονός ότι στις τάξεις αυτών που υπερεκτιμούν τη φτώχεια κυριαρχούν βαλκανικές χώρες φαίνεται να δείχνει μια κοινή πολιτιστική αφετηρία – μια 600ετή κληρονομιά που μας έχει καταντήσει να αντιμετωπίζουμε όλους τους κρατικούς θεσμούς ως αρπακτικούς και να τους αναγνωρίζουμε μόνο όταν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως όπλα εναντίον των αντιπάλων μας.
Έχει δίκιο λοιπόν ο Αργυρού όταν μιλά για μια συστηματική υπερ-εκτίμηση της φτώχειας;
Πιο συγκεκριμένα, έχει δίκιο όταν ισχυρίζεται ότι «Στην Ελλάδα, για κάθε 100 άτομα που δηλώνουν ότι είναι φτωχοί, μόνο οι 28 είναι πραγματικά φτωχοί»;
Για να δούμε τί πραγματικά ισχύει, πρέπει πρώτα να καταλάβουμε τί εννοεί η Eurostat με τους όρους «υποκειμενική φτώχεια» και «κίνδυνος φτώχειας», πόσο αντικειμενικός είναι ο τελευταίος όρος, και πώς η Eurostat χρησιμοποιεί τα δεδομένα για να τους υπολογίσει.
Υποκειμενική Φτώχεια
Ο όρος «υποκειμενική φτώχεια» δεν είναι εφεύρεση της Eurostat ή του Αργυρού – έχει μακρά ιστορία (δείτε π.χ. τούτο εδώ το κείμενο που μου έστειλε ο Cubiclogic). Η Eurostat τον χρησιμοποιεί για να περιγράψει συνοπτικά μια συγκεκριμένη μέτρηση που προκύπτει από την έρευνα SILC.
Μπορείτε να δείτε το ερωτηματολόγιο από το οποίο προκύπτει αυτό το μέτρο εδώ. Οι ακριβείς διατυπώσεις στα αγγλικά και στα ελληνικά είναι όπως τις βλέπετε παρακάτω: Αν δηλώσετε ότι «τα βγάζετε πέρα με δυσκολία» ή «με μεγάλη δυσκολία», τότε θεωρείστε «υποκειμενικά φτωχός». Αν δεν είστε πεπεισμένοι ότι έτσι το υπολογίζει η Eurostat, δείτε την εξήγησή τους εδώ και τα πραγματικά δεδομένα του C5 εδώ, και προσθέστε τις δύο απαντήσεις μόνοι σας.
Κατά τη γνώμη μου, εδώ έχουμε ένα μεθοδολογικό ζήτημα. Οι ελληνικές και αγγλικές διατυπώσεις του ερωτήματος δεν είναι ταυτόσημες. Αυτός ο κίνδυνος πάντα υπάρχει όταν αναλύουμε διεθνείς έρευνες, αλλά εδώ νομίζω ότι η απόκλιση είναι σημαντική. Η ελληνική έκδοση ρωτά κυριολεκτικά «πώς καλύπτετε τις συνήθεις ανάγκες του νοικοκυριού σας;». Δεν υπάρχει αρνητικά φορτισμένη λέξη. Η αγγλική έκδοση ρωτά πώς «τα βγάζετε πέρα» ('make ends meet'), το οποίο στα αγγλικά έχει αρνητική χροιά. Ο πήχυς βρίσκεται πιο ψηλά.
Αν τα παραπάνω δεν σας πείθουν, μην ανησυχείτε. Τα συμπεράσματά μου δεν βασίζονται σε αυτήν την παρατήρηση.
Αντικειμενική ή «Πραγματική» Φτώχεια
Για να είμαστε δίκαιοι, κανείς δεν χρησιμοποιεί πραγματικά τον παραπάνω όρο. Ο Αργυρού διακρίνει τους «αυτοπροσδιοριζόμενους ως φτωχούς» από τους «πραγματικά» φτωχούς, αλλά όπως μπορείτε να δείτε εδώ, το δελτίο της Eurostat περιγράφει μόνο τον «κίνδυνο φτώχειας».
Συγκεκριμένα, ένα άτομο βρίσκεται «σε κίνδυνο φτώχειας» αν το εισόδημά του, μετά από φόρους και άλλες κρατήσεις (π.χ. εισφορές κοινωνικής ασφάλισης), μετά την είσπραξη κοινωνικών παροχών και προσαρμοσμένο για το μέγεθος του νοικοκυριού, είναι χαμηλότερο από το 60% του διάμεσου (όχι μέσου) εισοδήματος της χώρας. Αυτός είναι ένας τυποποιημένος ορισμός, που χρησιμοποιείται ευρέως διεθνώς, και στηρίζει πολλές ευρωπαϊκές πολιτικές και στατιστικά στοιχεία της Eurostat. Έχει, εννοείται, πολλά μειονεκτήματα.
Πόσο είναι το «όριο φτώχειας» σε ευρώ;
Δείτε το μόνοι σας:
- Περίπου 12.600 ευρώ ετησίως για ένα ζευγάρι με δύο εξαρτώμενα παιδιά.
- Περίπου 9.900 ευρώ ετησίως για ένα ζευγάρι χωρίς παιδιά.
- Περίπου 6.000 ευρώ ετησίως για ένα άτομο χωρίς παιδιά.
Ελπίζω να μην είμαι ο μόνος που τα βλέπει αυτά και σκέφτεται – "φίλε αυτά είναι πολύ λίγα χρήματα!". 500 το μήνα για ένα άτομο μόνο του και περίπου 1,050 για ένα ζευγάρι με παιδιά. Προτού πληρώσεις νοίκι ή λογαριασμούς. Το 2023, το έτος δηλαδή στο οποίο αναφέρονται τα στοιχεία, αυτό σήμαινε να μην έχει κανείς καν τον κατώτατο μισθό ενός εργαζομένου πλήρους απασχόλησης.
Στην πραγματικότητα, όταν συγκρίνετε το στατιστικό όριο φτώχειας της Ελλάδας με αυτά άλλων χωρών όχι σε ονομαστικά Ευρώ αλλά σε όρους αγοραστικής δύναμης, γίνεται σαφές ότι ένα άτομο στο όριο της φτώχειας στην Ελλάδα είναι, αφού ληφθεί υπόψη το κόστος ζωής, πολύ φτωχότερο από τους ομολόγους του στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Ο Γερμανός που βρίσκεται ακριβώς στο όριο της φτώχειας της χώρας του έχει περίπου τη διπλάσια αγοραστική δύναμη από ό,τι ο Έλληνας που βρίσκεται στο Ελληνικό όριο της φτώχειας.
Για να τελειώνουμε πάντως με αυτό το θέμα - όπως σχολίασαν πολλοί φίλοι, το όριο της φτώχειας είναι 'αντικειμενικό' μόνο υπό την πολύ περιορισμένη έννοια ότι υπολογίζεται με τον ίδιο μαθηματικό τύπο σε κάθε χώρα. Ό,τι πολιτικής απόχρωσης κι αν είναι κανείς, μού φαίνεται πολύ κακόπιστο να ισχυρίζεται ότι όποιος βρίσκεται, πες, 10 με 20 τοις εκατό πάνω από το σκανδαλωδώς χαμηλό στατιστικό όριο της φτώχειας στην Ελλάδα δεν μπορεί να ζορίζεται να τα φέρει βόλτα.
Μπορεί, τώρα, ο κάθε Αργυρού να πει, βέβαια, 'μα εγώ υπέθεσα ότι το όριο της φτώχειας θα ήταν κάπου πιο λογικά, πού να φανταστώ ότι υπάρχουν τέτοιες μεθοδολογικές παγίδες!' Δεν έχει εντελώς άδικο.
Το δικαίωμα όμως να διαμαρτύρεσαι έτσι, το κερδίζεις με το να κάθεσαι λίγο να ψάχνεις τα στοιχεία για τα οποία μιλάς, και να επιφυλάσσεσαι όπου δεν προλαβαίνεις να το κάνεις. Ο πήχυς, δε, ανεβαίνει ανάλογα με τα μέσα πού έχεις στη διάθεσή σου. Αν είσαι ο μέσος πολίτης και δεν το κάνεις αυτό, δεν θα πέσω προσωπικά να σε φάω. Αν είσαι ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων και γράφεις και με κάπως προκλητική διάθεση, ε, δικαιούμαι ο κακομοίρης να υποθέσω ότι ξέρεις να κολυμπάς στη μεγάλη πισίνα χωρίς μπρατσάκια.
Με αυτά και μ' αυτά πάντως δεν έχουμε απαντήσει ευθέως στην πρόκληση του Αργυρού. Ας την αναδιατυπώσουμε ως εξής:
- Πρώτον, το 60% των Ελλήνων που βρίσκονται πάνω από το όριο που υποδηλώνει κίνδυνο φτώχειας (ας τους λέμε 'οι από πάνω' για ευκολία) φέρονται ως υποκειμενικά φτωχοί. Γίνεται να ισχύει τέτοιο πράγμα;
- Δεύτερον, το ποσοστό των Ελλήνων που λέν ότι τα βγάζουν δύσκολα πέρα οικονομικά (υποκειμενικά φτωχοί) είναι περίπου το ίδιο είτε μιλάμε για ανθρώπους με εισόδημα πάνω από όριο της φτώχειας είτε για ανθρώπους κάτω από το όριο (μολονότι αλλάζει το ποσοστό αυτών που ζορίζονται πολύ κι αυτών που ζορίζονται λιγότερο)
Εδώ ο Αργυρού δεν είναι και τόσο παράλογος (μολονότι οι παραπάνω διατυπώσεις, υπενθυμίζω, είναι δικές μου κι όχι δικές του). Κι αν δει κανείς πιο αντικειμενικούς δείκτες, προς στιγμήν φαίνεται να τον δικαιώνουν. Για παράδειγμα, οι 'από πάνω' Έλληνες δεν πεινάνε σε ποσοστά τύπου 60%, ούτε στα ίδια ποσοστά με τους 'από κάτω', ούτε πχ δυσκολεύονται το ίδιο όσο οι 'από κάτω' να ζεστάνουν το σπίτι τους. Αν δεν πεινάνε και δεν κρυώνουν, μήπως υπάρχει κάτι άλλο που κάνει τους 'από πάνω' να παραπονιούνται ότι τα φέρνουν πέρα με δυσκολία;
Το ζήτημα του χρέους και των καθυστερήσεων
Η απάντηση στο γιατί οι «από πάνω» Έλληνες φαίνεται να δυσκολεύονται τόσο πολύ έρχεται αβίαστα αν εξετάσουμε τα χρέη και τις καθυστερημένες πληρωμές.
Οι Έλληνες που βρίσκονται πάνω από το όριο φτώχειας είναι πολύ πιο πιθανό από τον αντίστοιχο πληθυσμό σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης να έχουν ανεξόφλητους λογαριασμούς, απλήρωτα ενοίκια κ.λπ. Περίπου το 40% απ' αυτούς έχουν τέτοιες ανεξόφλητες υποχρεώσεις. Αν κοιτάξετε τη γραφική απεικόνιση, η Ελλάδα δείχνει μια τεράστια απόκλιση – την ίδια ακριβώς που είδαμε και στο γράφημα της υποκειμενικής φτώχειας.
Αν αναλύσουμε τις κατηγορίες χρεών, οι «από πάνω» Έλληνες δηλώνουν:
- Καθυστερημένες πληρωμές ενοικίων/στεγαστικών δανείων: 2,8 φορές πιο συχνά από το μέσο όρο της Ευρωζώνης.
- Καθυστερημένες πληρωμές λογαριασμών κοινής ωφελείας: 4,9 φορές πιο συχνά από το μέσο όρο της Ευρωζώνης.
- Καθυστερήσεις σε δόσεις καταναλωτικών δανείων ή αγορές με δόσεις: 6,9 φορές πιο συχνά από το μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Οι οικογένειες με παιδιά είναι πολύ πιο πιθανό να καθυστερούν τους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας (σχεδόν 2 φορές περισσότερο από τα νοικοκυριά χωρίς παιδιά). Η εικόνα είναι ίδια ως προς τις καθυστερήσεις σε καταναλωτικά δάνεια, ενώ οι καθυστερήσεις σε ενοίκια ή στεγαστικά δάνεια επηρεάζονται λιγότερο από την ύπαρξη εξαρτώμενων ατόμων.
Αν θεωρήσουμε ότι κάποιος που λαμβάνει κάθε τόσο ειδοποιήσεις από τράπεζες ή εταιρείες κοινής ωφέλειας και δεν μπορεί να τις αποπληρώσει αμέσως, ε, λογικό είναι να δηλώσει ότι «τα βγάζει πέρα με δυσκολία», τότε το μυστήριο λύθηκε.
Για τους εισοδηματικά 'από πάνω' Έλληνες, οι καθυστερημένοι λογαριασμοί και τα καταναλωτικά δάνεια φαίνεται να συνεισφέρουν περισσότερο στην απόκλιση από την υπόλοιπη Ευρώπη από ό,τι τα στεγαστικά και τα ενοίκια. Αυτή η μερίδα του πληθυσμού πληρώνει μεν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους για ανάγκες στέγασης από ότι οι αντίστοιχοι πληθυσμοί στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά ομολογουμένως δεν απέχουν τόσο πολύ από τις υπόλοιπες χώρες και όταν η Eurostat κοιτά συνολικά την οικονομική επιβάρυνση που σχετίζεται με τη στέγαση, το ποσοστό των 'πολύ επιβαρυμένων' στην Ελλάδα (πάντα μεταξύ των 'από πάνω' εισοδηματικά) δεν είναι σε καμμία περίπτωση το μεγαλύτερο στην Ευρώπη.
Μη φεύγετε! Έχει κι άλλο!
Στο Bluesky, ο μακροχρόνιος φίλος του μπλογκ @mperedim παρατήρησε ότι η Ελλάδα είχε πάντα, ακόμα και στις καλύτερες εποχές, ένα πολύ υψηλό ποσοστό νοικοκυριών «πάνω από το όριο» που καθυστερούν πληρωμές κάθε είδους, κάτι εντελώς έξω από τα συνηθισμένα για άλλες χώρες της ΕΕ. Αυτό είναι αναμφισβήτητα αλήθεια.
Ο λόγος γι’ αυτό δεν είναι, προφανώς, η οικονομική κρίση του 2010 και εξής, αλλά μια θεμελιώδης στρέβλωση στην αγορά πίστωσης στην Ελλάδα. Λόγω της ανισομερούς ανάπτυξης των πρακτικών δανεισμού (και εισπράξεων), ένα σημαντικό μέρος των Ελλήνων χρησιμοποιεί τους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας και τους σπιτονοικοκυραίους ως πηγές πίστωσης, αντί για πιο επίσημους χρηματοπιστωτικούς φορείς. Οι φτωχοί το κάνουν επειδή αναγκάζονται, και οι πλούσιοι επειδή μπορούν. Αυτό αντικατοπτρίζεται επίσης (και το επισήμανε κι αυτό ο @mperedim) στις καθυστερημένες εμπορικές οφειλές, που είναι ένα χρόνιο πρόβλημα στην Ελλάδα.
Στην πραγματικότητα, από το 2014 και μετά, κάθε άλλη χώρα απομακρύνεται από αυτή την εξάρτηση, ενώ η Ελλάδα όχι. Γιατί συμβαίνει αυτό; Είναι μια πολύ μεγάλη συζήτηση, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, αλλά δεν μπορώ να την ολοκληρώσω εδώ. Αυτό που θα πω είναι ότι, αν μιλάμε για καθυστερήσεις ενοικίων και στεγαστικών δανείων, τα ελληνικά νοικοκυριά «πάνω από το όριο» δεν ξεχώριζαν από τους Ευρωπαίους ομολόγους τους μέχρι το 2009. Άρα, δεν πιστεύω ότι η αντιμετώπιση των ιδιοκτητών ως πιστωτών είναι κάτι πολιτισμικά εγγεγραμμένο – αν και ίσως έγινε έτσι μετά την κρίση.
Από την άλλη, οι λογαριασμοί κοινής ωφέλειας ήταν, απ' όσο μπορώ να δω, ανέκαθεν πηγή πίστωσης για τα 'από πάνω' νοικοκυριά, τα οποία με τη σειρά τους παρήγαγαν πάντοτε επισφαλή χρέη σε μεγάλο βαθμό συγκριτικά με άλλες χώρες, ακόμα και στις καλές εποχές. Το ίδιο περίπου ισχύει και για τους πάροχους καταναλωτικών δανείων.
Λοιπόν, να τι πιστεύω.
Πρώτον, οι Έλληνες που απαντούν στην έρευνα SILC δεν περιγράφουν τους εαυτούς τους ως «φτωχούς». Αυτό δεν αποτελεί επιλογή στο ερωτηματολόγιο.
Η Eurostat τούς αποδίδει την κατάσταση της «υποκειμενικής φτώχειας» με βάση το ότι αναφέρουν δυσκολία στη διαχείριση των εξόδων του νοικοκυριού. Η λέξη «φτώχεια» και τα παράγωγά της δεν εμφανίζονται ποτέ στους ερωτώμενους. Νομίζω ότι η διαφορά στη διατύπωση έχει κάποια σημασία, αλλά δεν πιστεύω ότι εξηγεί μεγάλο μέρος της αναντιστοιχίας που επισημαίνει ο Αργυρού μεταξύ υποκειμενικής και δήθεν αντικειμενικής φτώχειας.
Η αναντιστοιχία προκύπτει εν μέρει από το γεγονός ότι το χαμηλό εισόδημα είναι ένας μόνο από τους πολλούς τρόπους που υπάρχουν για να βρεθεί κανείς σε κακή οικονομική κατάσταση. Αν τα έξοδά τους είναι υψηλά, ακόμη και άτομα με σχετικά καλά εισοδήματα μπορεί να δυσκολεύονται.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι ξεκάθαρο ότι τα νοικοκυριά «πάνω από το όριο» (δηλαδή, με εισόδημα άνω του 60% του διάμεσου εισοδήματος της χώρας – που, για να είμαστε σαφείς, είναι πολύ χαμηλό) είναι σημαντικά πιο πιθανό από τους Ευρωπαίους ομολόγους τους να δυσκολεύονται να αντεπεξέλθουν σε με διάφορα είδη χρεών, κυρίως λογαριασμούς κοινής ωφέλειας. Τα ελληνικά νοικοκυριά δεν έχουν περισσότερα χρέη συνολικά από ό,τι τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά, αλλά έχουν μακρά παράδοση στη χρήση καθυστερημένων λογαριασμών ως πηγή πίστωσης και, πιο πρόσφατα, κάνουν το ίδιο με καθυστερημένα ενοίκια και ακόμη και στεγαστικά δάνεια.
Από το περίπου 60% των νοικοκυριών «πάνω από το όριο» που δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, ένα 30% μέσα στο νερό μού φαίνεται ότι οφείλεται σε αυτό το είδος συσσώρευσης χρεών. Ένα μικρό ποσοστό πιθανότατα οφείλεται στη διατύπωση της ερώτησης. Άλλο ένα 20% πιθανότατα σχετίζεται με το γεγονός ότι τα άτομα λίγο πάνω από το όριο του 60% του «κινδύνου φτώχειας» πιθανότατα δεν τα πάνε και τόσο καλά – η στατιστική γραμμή φτώχειας της Ελλάδας είναι πολύ χαμηλότερη σε όρους αγοραστικής δύναμης από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οπότε λογικό είναι να έχουμε 'μη φτωχούς' στα χαρτιά που είναι φτωχοί στην πράξη.
Συνδυάζοντας τα παραπάνω, είμαι αρκετά σίγουρος ότι το 50% από το 60% των «από πάνω» νοικοκυριών που δηλώνουν ότι δυσκολεύονται οικονομικά μπορεί να εξηγηθεί από ζητήματα πιο χειροπιαστά από, ή ακομη και άσχετα με, την ελληνική κουλτούρα ή πολιτική.
Μα, το ιστολόγιό σου λέγεται LOLGreece – ο Αη-Λαός φταίει σίγουρα κι αυτός, φαντάζομαι;
Οι σχολιαστές που υποδεικνύουν πολιτισμικά αίτια για την οικονομική κατήφεια του Έλληνα πρέπει να σκεφτούν με ειλικρίνεια πώς πραγματικά αποδεικνύεται κάτι τέτοιο.
Δοκίμασα έναν πιθανό τρόπο να το τεστάρω, αλλά δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικός. Υπέθεσα ότι, επειδή τα αντικειμενικά μέτρα δυσκολίας –που χρησιμοποιώ για να δικαιολογήσω γιατί τα «πάνω από το όριο» νοικοκυριά μπορεί να δυσκολεύονται– συνδέονται με την ύπαρξη παιδιών, θα περίμενε κανείς ότι και το υποκειμενικό μέτρο φτώχειας θα συνδέεται κι αυτό με την ύπαρξη παιδιών. Αυτό δεν ισχύει, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως. Αν ίσχυε, θα το σφύραγα εδώ.
Κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν τρεις εξηγήσεις:
- Υπάρχει κάποιο μέρος της υποκειμενικής ή νοούμενης φτώχειας που, όντως, δεν μπορεί να εξηγηθεί από τις αντικειμενικές συνθήκες διαβίωσης και η προέλευσή του είναι πολιτισμική ή πολιτική – οι άνθρωποι απλώς γουστάρουν να παραπονιούνται, ειδικά αν είναι πολιτικά αντίθετοι με την εκάστοτε κυβέρνηση. Δεν καταλάβαίνω, όμως, πώς αυτό μπορεί να εξηγήσει περισσότερο από το ένα πέμπτο της παρατηρούμενης διάστασης μεταξυ αντικειμενικής και υποκειμενικής φτώχειας. Θα περίμενε δε κανείς το συναίσθημα να αλλάζει με τις εναλλαγές των κομμάτων στην εξουσία, αλλά αυτό δεν συμβαίνει.
- Υπάρχει κάποιο μέρος της υποκειμενικής φτώχειας που προκύπτει από την εσωτερίκευση των οικονομικών συνθηκών των οικογενειών και κοινωνικών κύκλων των ανθρώπων. Κάτι που συχνά παραβλέπεται για την Ελλάδα (και μερικές γειτονικές χώρες) είναι ότι οι προσωπικοί προϋπολογισμοί συχνά συγκεντρώνονται, μερικές φορές ακόμα και μεταξύ νοικοκυριών που ζούν ξεχωριστά – σκεφτείτε τον άνεργο γιο ή τη μητέρα που εργάζεται αλλά επιδοτείται από τη σύνταξη του πατέρα. Έχω σχολιάσει σχετικά εδώ. Αυτό σημαίνει ότι άνθρωποι μπορεί να δυσκολεύονται παρόλο που το ατομικό τους εισόδημα είναι καλό. Κυρίως, αυτή η ιδέα παρέχει έναν μηχανισμό με τον οποίο οι αντιλήψεις περί οικονομικής ευημερίαςεπηρεάζονται από τα λιγότερο ευκατάστατα μέλη της κάθε οικογένειας.
- Η αδυναμία «να τα βγάλει κανείς πέρα» είναι εν μέρει θέμα φτώχειας, εν μέρει θέμα χρέους και εν μέρει θέμα δεξιοτήτων και δικτύων υποστήριξης. Ο λόγος που η αντιληπτή φτώχεια δεν σχετίζεται με την ύπαρξη παιδιών με τον ίδιο τρόπο όπως οι αντικειμενικές οικονομικές προκλήσεις ίσως να είναι το απλό φαινόμενο της «σφάλματος επιβίωσης»: μόνο όσοι μπορούν να τα καταφέρουν παρόλες τις προκλήσεις (χάρη στην οικογενειακή υποστήριξη, την έλλειψη χρεών ή τις δεξιότητές τους) είναι εξαρχής πιθανότερο να αποκτήσουν παιδιά. Το κοινωνικό και ανθρώπινο κεφάλαιό τους –και ίσως αρκετή τύχη– τούς επιτρέπει να αποτρέψουν τις αντικειμενικές δυσκολίες από το να επηρεάσουν την υποκειμενική τους ευημερία.
Εν κατακλείδι, αυτό που φαίνεται, και στον Αργυρού και ίσως στους περισσότερους αναγνώστες, σαν μια τάση να δραματοποιούν οι Έλληνες την οικονομική τους κατάσταση είναι, στην πραγματικότητα, εν μέρει αποτέλεσμα κακής μεθοδολογίας ως προς τη μέτρηση της φτώχειας, προϊόν υπερσυσσώρευσης χρέους κι ενός δυσλειτουργικού πιστωτικού συστήματος, πιθανώς συνδυασμένο με την επιρροή των ελληνικών «συγκεντρωμένων» οικογενειακών προϋπολογισμών.
Δεν είναι μια υστερική υπερβολή, αλλά ένα κομμάτι (κι ένα κουσούρι) της οικονομικής πραγματικότητας που το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων της Ελλάδας πρέπει να το αντιμετωπίσει ως προτεραιότητα, αντί να το απορρίπτει ως υπερ-ευαισθησία. Αυτή η οικονομική δυσπραγία των χρεωμένων τούς δημιουργεί και δισταγμό για τη δημιουργία νοικοκυριών, την απόκτηση παιδιών, την αποταμίευση, τις επενδύσεις, την επιχειρηματικότητα – ακόμα και για την κατανάλωση.
Ίσως πολλοί από τους Έλληνες που τώρα ισχυρίζονται ότι δυσκολεύονται να μην αξίζουν πολλή συμπόνοια. Ίσως να μην ήταν αρκετά προσεκτικοί στις δαπάνες ή τον δανεισμό τους. Ίσως να φέρονται κακόπιστα στους πιστωτές τους. Αλλά, σε μακροοικονομικό επίπεδο, το δίκαιο ή άδικο του χρέους δεν έχει σημασία. Η επακόλουθη οικονομική δυσπραγία θα πλήξει ακόμα και αυτούς που θεωρούμε ενάρετους και φειδωλούς.
Μπόνους υλικό για τους αναγνώστες της Ελληνικής έκδοσης.
Μερικοί φίλοι μού είπαν αγανακτισμένοι όσο ερευνούσα το παραπάνω θέμα - δεν θα βγάλεις άκρη με τις συγκεντρωτικές στατιστικες - δώσε μου την πλήρη κατανομή του εισοδήματας σε κάθε χώρα και θα σού πώ ποιοί είναι φτωχοι και ποιοί όχι.
Την κατανομή εισοδήματος ανά εκατοστημόριο μπορείτε να τη δείτε εδώ/